συσκευαστικός

συσκευαστικός
-ή, -ό, Ν
σχετικός με τη συσκευασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συσκευάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”